ὑστέριος

ὑστέριος
ὑστέρ-ιος, α, ον, neut. pl. -ια, τά,
A afterbirth, Cyran.56; cf. ὕστερον.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υστέριος — ία, ον, Α [ὕστερον] (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑστέρια οι μεμβράνες τής μήτρας που αποβάλλονται μετά τη γέννηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”